λιτροδόκη: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιτροδόκη]], ἡ (Α)<br />[[κιβώτιο]] όπου φυλάσσονταν λίτρες («[[λίτρα]], τὴν νομισματοδόκην καλοῡσι<br />τὴν αυτὴν δὲ καὶ λιτροδόκην καλοῡσι», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίτρα]] <span style="color: red;">+</span> <i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καπνο</i>-<i>δόκη σιτο</i>-<i>δόκη</i>].
|mltxt=[[λιτροδόκη]], ἡ (Α)<br />[[κιβώτιο]] όπου φυλάσσονταν λίτρες («[[λίτρα]], τὴν νομισματοδόκην καλοῦσι<br />τὴν αυτὴν δὲ καὶ λιτροδόκην καλοῦσι», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίτρα]] <span style="color: red;">+</span> <i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καπνο</i>-<i>δόκη σιτο</i>-<i>δόκη</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτροδόκη Medium diacritics: λιτροδόκη Low diacritics: λιτροδόκη Capitals: ΛΙΤΡΟΔΟΚΗ
Transliteration A: litrodókē Transliteration B: litrodokē Transliteration C: litrodoki Beta Code: litrodo/kh

English (LSJ)

ἡ, A box for holding λίτραι, Phot. s.v. λίτρα.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτροδόκη: ἡ, κιβώτιον πρὸς φύλαξιν λιτρῶν, «νομισμοδόκη» Φώτ. ἐν λέξ. λίτρα.

Greek Monolingual

λιτροδόκη, ἡ (Α)
κιβώτιο όπου φυλάσσονταν λίτρες («λίτρα, τὴν νομισματοδόκην καλοῦσι
τὴν αυτὴν δὲ καὶ λιτροδόκην καλοῦσι», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόκη σιτο-δόκη].