Λαρισαίος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(22)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α και Λαρισινός, -ή, -ό (AM Λαρισαῑος, -αία, -ον, Α και Λαρίσιος, -ία, -ον και Λαρισηνός, -ή, -όν, ιων. τ. Ληρισαῑος, -αία, -ον) [[Λάρισα]]<br />αυτός που κατάγεται από τη [[Λάρισα]] ή ο [[κάτοικος]] της Λάρισας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Λαρισαῑος [[ἑψητήρ]]» — [[είδος]] χύτρας που κατασκευαζόταν στη [[Λάρισα]].
|mltxt=-α και Λαρισινός, -ή, -ό (AM Λαρισαῖος, -αία, -ον, Α και Λαρίσιος, -ία, -ον και Λαρισηνός, -ή, -όν, ιων. τ. Ληρισαῖος, -αία, -ον) [[Λάρισα]]<br />αυτός που κατάγεται από τη [[Λάρισα]] ή ο [[κάτοικος]] της Λάρισας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Λαρισαῖος [[ἑψητήρ]]» — [[είδος]] χύτρας που κατασκευαζόταν στη [[Λάρισα]].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α και Λαρισινός, -ή, -ό (AM Λαρισαῖος, -αία, -ον, Α και Λαρίσιος, -ία, -ον και Λαρισηνός, -ή, -όν, ιων. τ. Ληρισαῖος, -αία, -ον) Λάρισα
αυτός που κατάγεται από τη Λάρισα ή ο κάτοικος της Λάρισας
αρχ.
φρ. «Λαρισαῖος ἑψητήρ» — είδος χύτρας που κατασκευαζόταν στη Λάρισα.