ιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(17)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμάσσω]] (Α) [[ιμάς]]<br /><b>1.</b> [[μαστιγώνω]], [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]] τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ἵμασε χθόνα χειρί»)<br /><b>3.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]] με κεραυνούς («ὅτε... γαῑαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.).
|mltxt=[[ἱμάσσω]] (Α) [[ιμάς]]<br /><b>1.</b> [[μαστιγώνω]], [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]] τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ἵμασε χθόνα χειρί»)<br /><b>3.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]] με κεραυνούς («ὅτε... γαῖαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἱμάσσω (Α) ιμάς
1. μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ δυνατά («ἵμασε χθόνα χειρί»)
3. (για τον Δία) χτυπώ με κεραυνούς («ὅτε... γαῖαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.).