μηλοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μηλο- | |mdlsjtxt=μηλο-φῠ́λαξ, ακος,<br />a [[sheep]]-[[watcher]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 29 March 2021
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, A one who watches sheep, APl.4.233; or apples, Sch. E.Hipp.742.
German (Pape)
[Seite 173] ακος, ὁ, Schaafwächter, -hirt, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233). – Apfelwächter, Schol. Eur. Hipp. 742.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien de brebis ou de chèvres, berger, chevrier.
Étymologie: μῆλον¹, φύλαξ.
Greek Monolingual
(I)
μηλοφύλαξ και μαλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + φύλαξ (πρβλ. ωνο-φύλαξ)].
(II)
μηλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φύλαξ (πρβλ. οπωρο-φύλαξ)].
Greek Monotonic
μηλοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ και ἡ, αυτός που επιθεωρεί τα πρόβατα, σε Ανθ.