ἑρμηνευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ermineftikos
|Transliteration C=ermineftikos
|Beta Code=e(rmhneutiko/s
|Beta Code=e(rmhneutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for interpreting]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>260d</span>; διάλεκτος ἑ. τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">Def.</span> 414d</span>; λόγος <span class="bibl">Ph.1.58</span>; <b class="b3">ἑ. δύναμις</b> power [[of expression]], gift [[of style]], Luc.<span class="title">Hist. Conscr.</span>34, Theod.(?)ap.<span class="bibl">Nicol.<span class="title">Prog.</span>p.2F.</span></span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[interpreting]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>260d</span>; διάλεκτος ἑ. τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">Def.</span> 414d</span>; λόγος <span class="bibl">Ph.1.58</span>; <b class="b3">ἑ. δύναμις</b> power [[of expression]], gift [[of style]], Luc.<span class="title">Hist. Conscr.</span>34, Theod.(?)ap.<span class="bibl">Nicol.<span class="title">Prog.</span>p.2F.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:52, 5 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμηνευτικός Medium diacritics: ἑρμηνευτικός Low diacritics: ερμηνευτικός Capitals: ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hermēneutikós Transliteration B: hermēneutikos Transliteration C: ermineftikos Beta Code: e(rmhneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for interpreting: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Plt.260d; διάλεκτος ἑ. τινός Id.Def. 414d; λόγος Ph.1.58; ἑ. δύναμις power of expression, gift of style, Luc.Hist. Conscr.34, Theod.(?)ap.Nicol.Prog.p.2F.

German (Pape)

[Seite 1032] zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. τέχνη, die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, δύναμις Luc. hist. conscr. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἑρμηνείαν· ἡ ἐρμηνευτικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D. ἑρμ. δύναμις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’interprétation.
Étymologie: ἑρμηνεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑρμηνευτικός, -ή, -όν)
ερμηνευτής
1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια»)
2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» — η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο του ύφους
3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική
ένας από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ερμηνεία τών φιλολογικών κειμένων.
επίρρ...
ερμηνευτικώς και -ά
με ερμηνεία, διασαφητικά.

Greek Monotonic

ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος προς ερμηνεία, εξηγητικός, διερμηνευτικός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμηνευτικός: истолковывающий, разъясняющий (δύναμις Luc.; τὸ τῶν δαιμονων γένος Plat. ap. Plut.).

Middle Liddell

ἑρμηνευτικός, ή, όν
of or for interpreting, Luc. [from ἑρμηνεύω