σίλουρος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=σῐ́λουρος, ὁ,<br />a [[large]] [[river]] [[fish]], Lat. [[silurus]], perh. the sheat? Juvenal. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''σίλουρος''': {sílouros}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines großen Flußfisches, wahrscheinlich [[Wels]], auch [[Stör]], lat. ''silūrus'' (mittl. Kom., hell. Pap., Str. usw.); [[σιλουρισμός]] m. ‘das Auftragen eines σ.’ (Diph.).<br />'''Etymology''' : Von [[οὐρά]] [[Schwanz]] wie [[μελάνουρος]] usw. (Strömberg Fischn. 48) und einem dunklen Vorderglied; nach Solmsen IF 30, 9ff. (mit Vorbehalt) *σιλός in [[Σιληνός]], [[σίλλος]]; s. dd. und [[σιμός]]. Anders Grošelj Živa Ant. 4, 174 f.: zu [[σιλλέα]]· [[τρίχωμα]] H. mit Beziehung auf die große Afterflosse des Welses.<br />'''Page''' 2,706 | |ftr='''σίλουρος''': {sílouros}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines großen Flußfisches, wahrscheinlich [[Wels]], auch [[Stör]], lat. ''silūrus'' (mittl. Kom., hell. Pap., Str. usw.); [[σιλουρισμός]] m. ‘das Auftragen eines σ.’ (Diph.).<br />'''Etymology''' : Von [[οὐρά]] [[Schwanz]] wie [[μελάνουρος]] usw. (Strömberg Fischn. 48) und einem dunklen Vorderglied; nach Solmsen IF 30, 9ff. (mit Vorbehalt) *σιλός in [[Σιληνός]], [[σίλλος]]; s. dd. und [[σιμός]]. Anders Grošelj Živa Ant. 4, 174 f.: zu [[σιλλέα]]· [[τρίχωμα]] H. mit Beziehung auf die große Afterflosse des Welses.<br />'''Page''' 2,706 | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 7 April 2021
English (LSJ)
ὁ, a river fish, Lat. A silurus; it was so large as to require to be drawn out by horses or oxen, Ael.NA14.25; prob. sheatfish, Silurus glanis, Diph.17.9, Diod.Com.2.36, Sopat.15, PCair.Zen.680.36 (iii B.C.), Gal.12.377; used in Magic, PMag.Osl. 1.362.
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, ein Flußfisch, wahrscheinl. der Wels, lat. silurus; Sopat. bei Ath. VI, 230 e, Diod. Sinop. ib. 239 e u. Sp. Nach Ath. VII, 287 b ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς τὴν οὐράν, eigtl. σείουρος.
Greek (Liddell-Scott)
σίλουρος: [ῐ], ὁ, ποτάμιος ἰχθύς, Λατ. silurus· ἦτο τοσοῦτον μέγας ὥστε ἵπποι ἢ βόες ἔπρεπε νὰ σύρωσι αὐτὸν ἔξω, Αἰλ. π. Ζ. 14. 25· ― «μερσίνι» (;) Διόδωρ. ἐν «Ἐπικληρ.» 1. 36, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε, Ἰουβενάλ. 4. 33.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
silure, grand poisson de rivière.
Étymologie: DELG *σιλός et οὐρά.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
γένος ιχθύων του γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια σιλουρίδες της τάξης σιλουροειδή ή σιλουρόμορφα, με αντιπροσωπευτικό το μεγαλόσωμο είδος Silurus glanis, γνωστό με την κοινή ονομασία γουλιανός, που απαντά στα ποτάμια και στις λίμνες της Ελλάδας
αρχ.
το γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, είδος ψαριών Parasilurus (Silurus) aristotelis, κν. ονομαζόμενο σήμερα γλανίδι, συγγενικό με τον γουλιανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιλ- + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν-ουρος, τράχ-ουρος. Για το α' συνθετικό σιλ-, που παρουσιάζει δυσχέρειες, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το αμάρτυρο σιλός (βλ. λ. σίλλος), πρβλ. Σιληνός, σιληπορδῶ. Η σύνδεση αυτή ενισχύεται και σημασιολογικά λόγω της ύπαρξης ενός μεγάλου οπίσθιου πτερυγίου στο ψάρι αυτό (πρβλ. σιλλέα «τρίχωμα»)].
Greek Monotonic
σίλουρος: [ῐ], ὁ, μεγάλο ποταμίσιο ψάρι, Λατ. silurus, πιθ. το μερσίνι (;), σε Juven. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
σίλουρος: ὁ зоол. сом Sext.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a big river fish, prob. catfish, also sturgeon, Lat. silūrus (middl. com., hell. pap., Str. etc.); σιλουρισμός m. serving up a σ. (Diph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From οὑρά tail like μελάν-ουρος etc. (Strömberg Fischn. 48) and an unclear 1. element; after Solmsen IF 30, 9ff. (with reserve) *σιλός in Σιληνός, σίλλος; s. vv. and σιμός. Diff. Grošelj Živa Ant. 4, 174 f.: to σιλλέα τρίχωμα H. referring to the big anal fin of the catfish. -- Rather formed with the Pre-Greek suffix -ουρος.
Middle Liddell
σῐ́λουρος, ὁ,
a large river fish, Lat. silurus, perh. the sheat? Juvenal. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σίλουρος: {sílouros}
Grammar: m.
Meaning: N. eines großen Flußfisches, wahrscheinlich Wels, auch Stör, lat. silūrus (mittl. Kom., hell. Pap., Str. usw.); σιλουρισμός m. ‘das Auftragen eines σ.’ (Diph.).
Etymology : Von οὐρά Schwanz wie μελάνουρος usw. (Strömberg Fischn. 48) und einem dunklen Vorderglied; nach Solmsen IF 30, 9ff. (mit Vorbehalt) *σιλός in Σιληνός, σίλλος; s. dd. und σιμός. Anders Grošelj Živa Ant. 4, 174 f.: zu σιλλέα· τρίχωμα H. mit Beziehung auf die große Afterflosse des Welses.
Page 2,706