Σάραπις: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σάρᾱπις''': ῑδος, ὁ, [[ὡσαύτως]] Σέρᾱπις, Αἰγυπτία [[θεότης]], κατ’ ἀρχὰς [[σύμβολον]] τοῦ Νείλου καὶ τῆς εὐφορίας, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 38. 5, Διόδ. 1. 25, Πλούτ. 2. 362· [[συχνάκις]] δὲ εὑρίσκεται ἐν ἐπιγραφαῖς συνημμένον | |lstext='''Σάρᾱπις''': ῑδος, ὁ, [[ὡσαύτως]] Σέρᾱπις, Αἰγυπτία [[θεότης]], κατ’ ἀρχὰς [[σύμβολον]] τοῦ Νείλου καὶ τῆς εὐφορίας, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 38. 5, Διόδ. 1. 25, Πλούτ. 2. 362· [[συχνάκις]] δὲ εὑρίσκεται ἐν ἐπιγραφαῖς συνημμένον μετὰ τοῦ [[Ζεὺς]] Ἥλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4042, 4262, 4713, κ. ἀλλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] Σᾰρᾱπεῖον ἢ Σεραπεῖον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Σεράπιδος, [[αὐτόθι]] 4401, Πλουτ. Ἀλέξ. 76, Δίων Κ. 66. 24· Σαραπιεῖον, τό, Πολυβ. 4. 39, Maii Class. Auctt. 4 445· Σαράπιον ἢ Σερ-, Στράβ. 795, Συλλ. Ἐπιγρ. 2715b. 4. ― Σαραπιασταί, οἱ, σύνδεσμός τις ἢ [[ἑταιρεία]] ἀποτελουμένη ἐκ λατρευτῶν τοῦ Σεράπιδος, [[αὐτόθι]] 120. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:27, 20 April 2021
English (LSJ)
[Σᾰ], ιδος, ὁ, later also Σέραπις, dat.sg. Σαράπι and A Σεράπι Milet.1(7).283, 205b:—Sarapis or Serapis, an Egyptian god, Osiris-Apis (introduced from Sinope under Ptol. I acc. to Tac.H.4.83-84), Men.in POxy.1803.8, Call.Epigr.38.3, D.S.1.25, Plu.2.362a; freq. in Inscrr., OGI16 (Halic., iii B.C.), al., SIG664.25 (Delos, ii B.C.), al., CIG4042 (Ancyra), al., and Papyri, UPZ32.38 (ii B.C.), etc.:—hence Σᾰρᾱπιεῖον, τό, Serapeum, temple of Sarapis, SIG663.14 (Delos, iii/ii B.C.), PCair.Zen.34.13 (iii B.C.), UPZ122.6 (ii B.C.), Plb.4.39.6; contr. Σᾰρᾱπεῖον or Σερᾱπεῖον, τό, CIG4401, Plu.Alex.76, D.C.66.24; Σαράπιον or Σεράπιον, Str.17.1.10, CIG2715b.4 (Caria):—Σᾰρᾱπιεῖα, τά, festival at Tanagra, IG7.540:—Σᾰρᾱπιασταί, οἱ, guild of worshippers of Sarapis, ib.22.1292, SIG1114 (Rhodes, ii B.C.). II a plant, PMag.Osl.1.363. [Inscrr. and Papyri show Σαρ- almost without exception in iii and iiB.C.; Σερ- becomes common in the Roman period.]
Greek (Liddell-Scott)
Σάρᾱπις: ῑδος, ὁ, ὡσαύτως Σέρᾱπις, Αἰγυπτία θεότης, κατ’ ἀρχὰς σύμβολον τοῦ Νείλου καὶ τῆς εὐφορίας, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 38. 5, Διόδ. 1. 25, Πλούτ. 2. 362· συχνάκις δὲ εὑρίσκεται ἐν ἐπιγραφαῖς συνημμένον μετὰ τοῦ Ζεὺς Ἥλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4042, 4262, 4713, κ. ἀλλ.· ― ἐντεῦθεν Σᾰρᾱπεῖον ἢ Σεραπεῖον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Σεράπιδος, αὐτόθι 4401, Πλουτ. Ἀλέξ. 76, Δίων Κ. 66. 24· Σαραπιεῖον, τό, Πολυβ. 4. 39, Maii Class. Auctt. 4 445· Σαράπιον ἢ Σερ-, Στράβ. 795, Συλλ. Ἐπιγρ. 2715b. 4. ― Σαραπιασταί, οἱ, σύνδεσμός τις ἢ ἑταιρεία ἀποτελουμένη ἐκ λατρευτῶν τοῦ Σεράπιδος, αὐτόθι 120.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ) :
mieux que Σέραπις;
Sarapis, dieu égyptien hellénistique.
Étymologie:.
Greek Monolingual
και μτγν. τ. Σέραπις, -ιδος, ὁ, Α
1. θεότητα που συνδύαζε στοιχεία αιγυπτιακών και ελληνικών θεών, δηλαδή του αιγυπτιακού θεού Οσίριδος-Άπιδος και του ελληνικού Πλούτωνος, στην αρχή, και του Διός, του Άμμωνος, του Ασκληπιού, του Διονύσου, του Ποσειδώνος και του Ηρακλέους, αργότερα, και της οποίας την λατρεία εισήγαγε στην Αίγυπτο ο Πτολεμαίος Α
με σκοπό την ισχυροποίηση τών δεσμών μεταξύ τών Ελλήνων και του εγχώριου πληθυσμού («τὸν μὲν Ὄσιριν oἱ μὲν Σάραπιν, οἱ δὲ Διόνυσον», Διόδ.)
2. είδος φυτού.
Russian (Dvoretsky)
Σάρᾱπις: и Σέρᾱπις, ῐδος ὁ Сарапид или Серапис (египетский бог жизни, смерти и исцеления) Diod., Plut.
Wikipedia EN
Serapis (Koinē Greek: Σέραπις, later form) or Sarapis (Σάραπις, earlier form, originally Demotic: wsjr-ḥp, Coptic: ⲟⲩⲥⲉⲣϩⲁⲡⲓ Userhapi "Osiris-Apis") is a Graeco-Egyptian deity. The cult of Serapis was pushed forward during the third century BC on the orders of Greek Pharaoh Ptolemy I Soter of the Ptolemaic Kingdom in Egypt as a means to unify the Greeks and Egyptians in his realm. A serapeum (Koinē Greek: Σεραπεῖον serapeion) was any temple or religious precinct devoted to Serapis. The cultus of Serapis was spread as a matter of deliberate policy by the Ptolemaic kings, who also built the immense Serapeum of Alexandria. Serapis continued to increase in popularity during the Roman Empire, often replacing Osiris as the consort of Isis in temples outside Egypt.
Wikipedia EL
Ο Σέραπις, ή Σάραπις, ήταν ελληνο-αιγυπτιακός θεός της αρχαιότητας. Κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου του Σωτήρα (305-283 π.Χ.) έγινε προσπάθεια να ενοποιηθεί η αιγυπτιακή θρησκεία με τη θρησκεία των Ελλήνων κυβερνητών (θρησκευτικός συγκρητισμός). Η πολιτική του Πτολεμαίου αποσκοπούσε στο να βρεθεί μία θεότητα που θα ενέπνεε το σεβασμό και στις δύο εθνότητες, παρά τους αφορισμούς των Αιγυπτίων ιερέων εναντίον των θεών προηγούμενων κατακτητών, όπως του Σεθ, ο οποίος λατρευόταν από τους Ὑξῶς. Παρόμοια προσπάθεια είχε γίνει και παλιότερα από το Μέγα Αλέξανδρο, χρησιμοποιώντας τον Άμμωνα, ο οποίος όμως δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής στην Κάτω Αίγυπτο, όπου το ελληνικό στοιχείο είχε μεγαλύτερη επιρροή. Οι Έλληνες έδειχναν ελάχιστο σεβασμό σε θεότητες που αναπαριστώνταν με κεφαλή ζώου και έτσι επελέγη ένα ανθρωπομορφικό είδωλο, το οποίο ανακηρύχτηκε αντίστοιχη θεότητα με τον Άπι. Ονομάστηκε Άσερ-χαπι, δηλαδή Όσιρις-Άπις ή Σάραπις (Σέραπις) που θεωρήθηκε πως ήταν η πλήρης μορφή του Όσιρι και όχι απλώς η ζωική του δύναμη (το Κα).
Wikipedia DE
Serapis (auch Sarapis) war ein ägyptisch-hellenistischer Gott, der seit Ptolemaios I. als integrativer Reichsgott etabliert wurde. In ihm sind v. a. Züge der ägyptischen Gottheiten Osiris, des Apis-Stiers (der im Kult von Memphis sterbend zu Osiris wird), sowie der griechisch-römischen Hauptgötter Zeus-Jupiter und Hades-Pluto verschmolzen.