πανουργία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθήςχρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πανούργος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πανούργου, [[απάτη]], [[δόλος]], [[κακοήθεια]] («πανουργίας δεινῆς τέχνημ' ἔχθιστον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> πονηρό, δόλιο [[τέχνασμα]] («[[μετὰ]] μηχανήματος καὶ [[μετὰ]] πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μέλι]] ή για φάρμακα) [[νόθευση]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πανούργος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πανούργου, [[απάτη]], [[δόλος]], [[κακοήθεια]] («πανουργίας δεινῆς τέχνημ' ἔχθιστον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> πονηρό, δόλιο [[τέχνασμα]] («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μέλι]] ή για φάρμακα) [[νόθευση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνουργία Medium diacritics: πανουργία Low diacritics: πανουργία Capitals: ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: panourgía Transliteration B: panourgia Transliteration C: panourgia Beta Code: panourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A knavery, A. Th.603, S.Ph.927, Lys.22.16, Pl.Lg.747c, Arist.EN1144a27: in pl., villainies, S.Ant.300, Ar.Eq.684, etc. 2 of animals, Arist.HA588a23 (pl.), 614a30. 3 adulteration of drugs or honey, Gal.14.27.

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, List, Schelmerei, Tücke; Aesch. Spt. 585; Soph. Ant. 300; πανουργίαις μείζοσι κεκασμένος, Ar. Equ. 681; Plat. Legg. V, 747 c u. Folgde, wie Arist. Eth. 6, 12; καὶ τέχναι, Dem. 24, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνουργία: ἡ, διαγωγὴ ἀσυνείδητος, δόλος, ἀπάτη, κακοήθεια, Λατ. malitia, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Σοφ. Φιλ. 915, Λυσί. 165. 33, Πλάτ. Νόμ. 747C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 12, 9 καὶ ἐν τῷ πληθ., πανοῦργοι πράξεις, δόλοι, κακουργήματα, Σοφ. Ἀντ. 300, Ἀριστοφ. Ἱππ. 684, κτλ. 2) ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2., 9. 8, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fourberie, méchanceté.
Étymologie: πανοῦργος.

English (Strong)

from πανοῦργος; adroitness, i.e. (in a bad sense) trickery or sophistry: (cunning) craftiness, subtilty.

English (Thayer)

πανουργίας, ἡ (πανοῦργος, which see), craftiness, cunning: a specious or false Wisdom of Solomon , Aeschylus, Sophocles, Aristophanes, Xenophon, Plato, Lucian, Aelian, others; πᾶσα τέ ἐπιστήμη χωριζομενη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία οὐ σοφία φαίνεται, Plato, Menex., p. 247a. for עָרְמָה in a good sense, prudence, skill, in undertaking and carrying on affairs, Sirach 34:11.))

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πανούργος
1. η ιδιότητα του πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ' ἔχθιστον», Σοφ.)
2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
(για μέλι ή για φάρμακα) νόθευση.

Greek Monotonic

πᾰνουργία: ἡ, πανουργία, δόλος, απάτη, Λατ. malitia, σε Αισχύλ., Σοφ.· σε πληθ., δόλοι, απάτες, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνουργία: ἡ хитрость, коварство, дурной поступок Aesch., Soph., Lys., Plat., Arst. etc.: ὁ πανοῦργος πανουργίαις κεκασμενος Arph. плут, блистающий (всяческими) плутнями.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανουργία -ας, ἡ [πανοῦργος] misdadigheid, sluwheid. schurkenstreek, meestal plur.: ὅσας κατηγόρησε τὰς πανουργίας wat zijn het veel schurkenstreken die hij aan de kaak heeft gesteld! Aristoph. Ve. 932.

Middle Liddell

πᾰνουργία, ἡ,
knavery, roguery, villany, Lat. malitia, Aesch., Soph.: in pl. knaveries, villanies, Soph., etc.

Chinese

原文音譯:panourg⋯a 潘-烏而居阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:每一-行為(著) 相當於: (עָרְמָה‎)
字義溯源:機巧,詭詐,狡滑,巧妙,惡意,詭計;源自(πανοῦργος)=無所不為的);由(πᾶς)*=眾人)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
同源字:1) (ἐπονομάζω)在命名 2) (ἐργάζομαι)去行 3) (πανουργία)機巧 4) (πανοῦργος)無所不為的 5) (πᾶς)一切
出現次數:總共(5);路(1);林前(1);林後(2);弗(1)
譯字彙編
1) 詭計(3) 林前3:19; 林後11:3; 弗4:14;
2) 詭詐(2) 路20:23; 林後4:2

English (Woodhouse)

baseness, craft, craftiness, cunning, fraud, wickedness, ill-doing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)