μεταῦθις: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταῦθις''': Ἰων. μεταῦτις, Ἐπίρρ., | |lstext='''μεταῦθις''': Ἰων. μεταῦτις, Ἐπίρρ., μετὰ [[ταῦτα]], μετὰ τοῦτο, [[τότε]], Ἡρόδ. 1. 62, Αἰσχύλ. Εὐμ. 478, 498. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:05, 20 April 2021
English (LSJ)
Ion. μεταῦτις, Adv. A afterwards, thereupon, A.Eu.478, 498 (lyr.), Hdt.1.62.
German (Pape)
[Seite 155] in Zukunft, Aesch. Eum. 456.
Greek (Liddell-Scott)
μεταῦθις: Ἰων. μεταῦτις, Ἐπίρρ., μετὰ ταῦτα, μετὰ τοῦτο, τότε, Ἡρόδ. 1. 62, Αἰσχύλ. Εὐμ. 478, 498.
French (Bailly abrégé)
adv.
plus tard, ensuite.
Étymologie: μετά, αὖθις.
Greek Monolingual
μεταῡθις και ιων. τ. μεταῡτις (Α)
επίρρ. μετά από αυτό ή μετά από αυτά, κατόπιν, τότε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αὖθις «αμέσως»].
Greek Monotonic
μεταῦθις: Ιων. -αῦτις, επίρρ., ύστερα, κατόπιν, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μεταῦθις: ион. μεταῦτις adv. потом, после Her., Aesch.
Middle Liddell
afterwards, Hdt., Aesch.