πεπονημένως: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεπονημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., | |lstext='''πεπονημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κόπου καὶ [[μεγάλης]] προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:06, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., A elaborately, Ael.NA in epilogo. 2 with toil, μόλις καὶ π. Agath.4.17.
German (Pape)
[Seite 560] mühsam ausgearbeitet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεπονημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κόπου καὶ μεγάλης προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine.
Étymologie: πεπονημένος, part. pf. Pass. de πονέω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με φροντίδα και με προσοχή
2. με μόχθο και κόπο, κουραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπονημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πονῶ].