στροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στροφάλιγξ''': [ᾰ], -ιγγος, ἡ, ([[στρέφω]], [[στροφαλίζω]])· - [[δίνη]], [[περιστροφή]], [[μετὰ]] στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, [[αὐτόθι]] Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. [[καμπή]], Διον. Π. 162, 584· [[ὡσαύτως]], ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. [[πρᾶγμα]] ἔχον στρογγύλον [[σχῆμα]], π.χ. [[τυρός]], Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ [[στρόφιγξ]], [[πρᾶγμα]], ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.
|lstext='''στροφάλιγξ''': [ᾰ], -ιγγος, ἡ, ([[στρέφω]], [[στροφαλίζω]])· - [[δίνη]], [[περιστροφή]], μετὰ στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, [[αὐτόθι]] Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. [[καμπή]], Διον. Π. 162, 584· [[ὡσαύτως]], ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. [[πρᾶγμα]] ἔχον στρογγύλον [[σχῆμα]], π.χ. [[τυρός]], Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ [[στρόφιγξ]], [[πρᾶγμα]], ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφάλιγξ Medium diacritics: στροφάλιγξ Low diacritics: στροφάλιγξ Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: strophálinx Transliteration B: strophalinx Transliteration C: strofaligks Beta Code: strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω) A whirl, eddy, ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503; ἀελλάων Opp.H.1.446; καπνοῖο A.R.4.140; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph., σ. μάχης AP7.226 (= Anacr. 100); ἄοκνος σ., of existence, Dam.Pr.148. II curve, bend, D.P. 162,584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34. III anything of a round shape, e.g. a cheese, Nic.Th.697. IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.

German (Pape)

[Seite 956] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.

Greek (Liddell-Scott)

στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)· - δίνη, περιστροφή, μετὰ στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, αὐτόθι Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. καμπή, Διον. Π. 162, 584· ὡσαύτως, ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. πρᾶγμα ἔχον στρογγύλον σχῆμα, π.χ. τυρός, Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ στρόφιγξ, πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tourbillon.
Étymologie: στρέφω.

English (Autenrieth)

λιγγος (στρέφω): eddy, whirl, of dust.

Greek Monolingual

-ιγγος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές του σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή του σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο
αρχ.
1. περιστροφή, δίνη
2. καμπύλωμα, καμπή σε σχήμα τόξου
3. τροχιά αστέρα
4. κάθε σφαιρικό ή κυκλοτερές αντικείμενο, όπως λ.χ. το στρογγυλό κεφάλι τυριού
5. κυλινδρικός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι, στρόφιγγα
6. μτφ. μάχη, πόλεμος
7. φρ. α) «στροφάλιγξ κονίης» — στρόβιλος σκόνης (Ομ. Οδ.)
β) «στροφάλιγξ άελλῶν» — ανεμοστρόβιλος (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφός ή στροφή + επίθημα -αλ-ιγξ (με επέκταση -αλ-), πρβλ. ῥαθάμ-ιγξ].

Greek Monotonic

στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ (στροφαλίζω), δίνη, περιστροφή, στροβιλισμός, σε Όμηρ.· μεταφ., στροφάλιγξ μάχης, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφάλιγξ -ιγγος, ἡ [~ στρέφω] werveling, dwarreling:. σ. κονίης dwarreling van stof, stofwolk.

Russian (Dvoretsky)

στροφάλιγξ: ιγγος (ᾰ) ἡ вихрь, смерч: σ. κονίης Hom. крутящийся песок; ἐν στροφάλιγγι μάχης Anth. в вихре боя.

Frisk Etymological English

στρόφιγξ See also: s. στρέφω.

Middle Liddell

στροφᾰ́λιγξ, ιγγος, στροφαλίζω
a whirl, eddy, Hom.:—metaph., στρ. μάχης Anth.

Frisk Etymology German

στροφάλιγξ: στρόφιγξ
{stropháligks}
See also: s. στρέφω.
Page 2,811