ἁβροχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁβροχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[μετὰ]] μαλακοῦ χιτῶνος, ἁβρῶς ἐνδεδυμένος. Ἀνθ. Π. 9. 538· ― εὐνὰς ἁβροχίτωνας· κλίνας ἢ κοίτας [[μετὰ]] μαλακῶν σκεπασμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 543.
|lstext='''ἁβροχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, μετὰ μαλακοῦ χιτῶνος, ἁβρῶς ἐνδεδυμένος. Ἀνθ. Π. 9. 538· ― εὐνὰς ἁβροχίτωνας· κλίνας ἢ κοίτας μετὰ μαλακῶν σκεπασμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 543.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:47, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβροχίτων Medium diacritics: ἁβροχίτων Low diacritics: αβροχίτων Capitals: ΑΒΡΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: habrochítōn Transliteration B: habrochitōn Transliteration C: avrochiton Beta Code: a(broxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A in soft tunic, softly clad, AP9.538; epith. of Dionysus, Inscr.Cos5.11; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, A.Pers.543.

German (Pape)

[Seite 5] ωνος, εὐναί, Lager, mit weichen Decken, Aesch. Pers. 535; mit prunkendem Gewand, Ep. ad. A. P. IX, 538; Διόνυσος Nonn. D. 43, 441; Μαιῶται Orph. Arg. 1063.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβροχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, μετὰ μαλακοῦ χιτῶνος, ἁβρῶς ἐνδεδυμένος. Ἀνθ. Π. 9. 538· ― εὐνὰς ἁβροχίτωνας· κλίνας ἢ κοίτας μετὰ μαλακῶν σκεπασμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 543.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
à la molle couverture (lit).
Étymologie: ἁβρός, χιτών.

Spanish (DGE)

-ωνος

• Alolema(s): ἁβροκίτων Lindos 197f.5 (II a.C.)

• Prosodia: [-ῐ-]
1 de finos y costosos cobertores εὐναί A.Pers.543.
2 de fina o suave túnica ὁ φύλαξ AP 9.538, de dioses: de Dioniso ICos EV 234.11 (I a.C.), Lindos l.c., Ἔρως Nonn.D.25.160, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ... Ἀθήνη Nonn.D.2.708, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ἄναξ de Jesucristo, Nonn.Par.Eu.Io.18.6.

Greek Monotonic

ἁβροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λεπτό ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· εὐνὰς ἁβροχίτωνας, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβροχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1) устланный мягкими покрывалами (εὐναί Aesch.);
2) в одежде из мягкой ткани Anth.

Middle Liddell


in soft tunic, softly clad, Anth.; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, Aesch.