ἐκκρήμναμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκρήμναμαι''': [[ἐκκρέμαμαι]], [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρημνάμεσθα καὶ [[προσεννέπω]] πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων [[ἡδέως]] ἀντέχομαι καὶ [[ἀποχαιρετίζω]] τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 238.
|lstext='''ἐκκρήμναμαι''': [[ἐκκρέμαμαι]], μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρημνάμεσθα καὶ [[προσεννέπω]] πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων [[ἡδέως]] ἀντέχομαι καὶ [[ἀποχαιρετίζω]] τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 238.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:54, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρήμναμαι Medium diacritics: ἐκκρήμναμαι Low diacritics: εκκρήμναμαι Capitals: ΕΚΚΡΗΜΝΑΜΑΙ
Transliteration A: ekkrḗmnamai Transliteration B: ekkrēmnamai Transliteration C: ekkrimnamai Beta Code: e)kkrh/mnamai

English (LSJ)

or ἐκκρέμναμαι, ἐκκρίμναμαι, A = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76 : c. gen., E.HF520 ; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id.Ion1612 :—later in Act. part. ἐκκρημνάς or -κριμνάς hanging up, Iamb.VP33.238.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρήμναμαι: ἐκκρέμαμαι, μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρημνάμεσθα καὶ προσεννέπω πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων ἡδέως ἀντέχομαι καὶ ἀποχαιρετίζω τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - ὡσαύτως ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 238.

Greek Monolingual

ἐκκρήμναμαι (Α)
κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι.

Greek Monotonic

ἐκκρήμναμαι: = ἐκκρέμαμαι, με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το χερούλι της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρήμνᾰμαι: досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων χέρας ἐ. Eur. браться за дверные ручки.

Middle Liddell

= ἐκκρέμαμαι,]
c. gen., Eur.; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the door-handle by the hands, Eur.