ἐλατήριος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλᾰτήριος''': -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων [[μετὰ]] γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. [[φάρμακον]]), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν [[φάρμακον]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ [[φάρμακον]] διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, [[αὐτόθι]] 685.
|lstext='''ἐλᾰτήριος''': -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. [[φάρμακον]]), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν [[φάρμακον]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ [[φάρμακον]] διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, [[αὐτόθι]] 685.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτήριος Medium diacritics: ἐλατήριος Low diacritics: ελατήριος Capitals: ΕΛΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: elatḗrios Transliteration B: elatērios Transliteration C: elatirios Beta Code: e)lath/rios

English (LSJ)

ον, A driving, driving away, c. gen., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐ. A.Ch.968 (lyr.). II ἐλατήρια φάρμακα purgatives, Hp.Acut.2, cf. Epid.5.7, Erot. b ἐ. ἀπόβαμμα lustral water, IG4.1607 (Cleonae). 2 Subst. -τήριον, τό, squirting cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Steril.238, Epid.6.5.15, Dsc. 4.150, Thphr.HP4.5.1; drug prepared therefrom, ib.9.9.4, 9.14.1.

German (Pape)

[Seite 790] ον, vertreibend; καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰτήριος: -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν φάρμακον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ φάρμακον διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, αὐτόθι 685.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chasse ou repousse.
Étymologie: ἐλατήρ.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰτήριος) -α, -ον
I 1que aleja, purificador c. gen. καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι A.Ch.968, cf. Sokolowski 3.56.1 (Cleonas VI a.C.).
2 medic. purgante φάρμακον Hp.Epid.5.7, Acut.2.
II neutr. subst. τὸ ἐ., bot.
1 cohombrillo, pepino amargo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., uso medic. τὸ ἐ. ... προστιθέναι Hp.Steril.238, cf. Epid.6.5.15, Arist.MM 1199a32, Thphr.HP 4.5.1, Plin.HN 20.5, Steph.in Gal.Glauc.135.
2 extracto o jugo del cohombrillo obtenido de la semilla molida del mismo, Thphr.HP 9.9.4, cf. 14.1, esp. usado como purgante, Arist.Pr.864a5, Dsc.4.150, Archig. en Gal.12.803, Gal.13.113, en horticultura τοὺς βότρυς ... ῥαίνειν τῷ ἐλατηρίῳ Phan.40.

Greek Monolingual

-ον
βλ. ελατήριο.

Greek Monotonic

ἐλᾰτήριος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτήριος: изгоняющий (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).

Middle Liddell

ἐλᾰτήριος, ον ἐλαύνω
driving away, c. gen., Aesch.