ἱκταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκταῖος''': -α, -ον, = [[ἱκέσιος]], Αἰσχύλ, Ἱκ. 385 [[μετὰ]] βραχείας παραληγούσης ὡς ἐν τῷ δείλαιος: ὁ Δινδ. ἱκτίου.
|lstext='''ἱκταῖος''': -α, -ον, = [[ἱκέσιος]], Αἰσχύλ, Ἱκ. 385 μετὰ βραχείας παραληγούσης ὡς ἐν τῷ δείλαιος: ὁ Δινδ. ἱκτίου.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:08, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκταῖος Medium diacritics: ἱκταῖος Low diacritics: ικταίος Capitals: ΙΚΤΑΙΟΣ
Transliteration A: hiktaîos Transliteration B: hiktaios Transliteration C: iktaios Beta Code: i(ktai=os

English (LSJ)

α, ον,= ἱκέσιος, A.Supp.385 [lyr., with penult. short].

German (Pape)

[Seite 1249] = ἱκετήριος, Aesch. Suppl. 380, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκταῖος: -α, -ον, = ἱκέσιος, Αἰσχύλ, Ἱκ. 385 μετὰ βραχείας παραληγούσης ὡς ἐν τῷ δείλαιος: ὁ Δινδ. ἱκτίου.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
suppliant.
Étymologie: ἱκνέομαι.

Greek Monolingual

ἱκταῖος, -α, -ον (Α)
ικέσιος, ικετήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρηματ. επίθ. -ικτος (< ἱκνοῦμαι, ἵκω) + επίθημα -αιος (πρβλ. εὐκτός > εὐκτ-αίος)].

Russian (Dvoretsky)

ἱκταῖος: v. l. ἱκτίος 3 Aesch. = ἱκέσιος.