ξυρίς: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
mNo edit summary
Line 19: Line 19:
|mltxt=[[ξυρίς]], -[[ίδος]] και ξίρις, ἡ, και [[ξείρης]], ὁ, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ξειρίς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[ίρις]], του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ξυρίδες</i><br />α) ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[είδος]] υποδήματος<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ξυρίδες<br />καμπάγια, ξυγάβδια ἤ [[ἄλλο]] [[ὑπόδημα]] διάφορον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] <span style="color: red;">+</span> καχάλ. -<i>ίς</i>. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[ξιρίς]], [[ξειρίς]] δείχνουν πως η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» πιθ. να [[είναι]] παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «<i>ξυρίδες</i>» παραμένει άγνωστη].
|mltxt=[[ξυρίς]], -[[ίδος]] και ξίρις, ἡ, και [[ξείρης]], ὁ, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ξειρίς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[ίρις]], του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ξυρίδες</i><br />α) ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[είδος]] υποδήματος<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ξυρίδες<br />καμπάγια, ξυγάβδια ἤ [[ἄλλο]] [[ὑπόδημα]] διάφορον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] <span style="color: red;">+</span> καχάλ. -<i>ίς</i>. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[ξιρίς]], [[ξειρίς]] δείχνουν πως η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» πιθ. να [[είναι]] παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «<i>ξυρίδες</i>» παραμένει άγνωστη].
}}
}}
==Wikipedia EN==
[[File:Iris foetidissima PaR.JPG|thumb|Iris foetidissima PaR|alt=Iris foetidissima PaR.JPG]]
[[Iris foetidissima]], the [[stinking iris]], [[gladdon]], [[Gladwin iris]], [[roast-beef plant]], or [[stinking gladwin]], is a species of flowering plant in the family Iridaceae, found in open woodland, hedgebanks and on sea-cliffs.
Its natural range is Western Europe, including England (south of Durham) and also Ireland, and from France south and east to N. Africa, Italy and Greece.
It is one of two iris species native to Britain, the other being the yellow iris (Iris pseudacorus).
It has tufts of dark green leaves. Its flowers are usually of a dull, leaden-blue colour, or dull buff-yellow tinged with blue. The petals have delicate veining. It blooms between June and July, but the flowers only last a day or so. The green seed capsules, which remain attached to the plant throughout the winter, are 5–8 cm (2–3 in) long; and the seeds are scarlet.
It is known as "stinking" because some people find the smell of its leaves unpleasant when crushed or bruised, an odour that has been described as "beefy". Its common names of 'gladdon' and 'gladwyn' or 'gladwin', are in reference to an old word for a sword, (latin 'gladius') due to the shape of the irises leaves.
This plant is cultivated in gardens in the temperate zones. Both the species and its cultivar 'Variegata' have gained the Royal Horticultural Society's Award of Garden Merit.

Revision as of 08:01, 4 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίς Medium diacritics: ξυρίς Low diacritics: ξυρίς Capitals: ΞΥΡΙΣ
Transliteration A: xyrís Transliteration B: xyris Transliteration C: ksyris Beta Code: curi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A gladwyn, Iris foetidissima, Dsc.4.22, Plin.HN21.143, Gal.12.87 :—also written ξίρις, Thphr.HP9.8.7, Choerob. in An.Ox. 2.242; ξειρίς, Hsch.; ξείρης, Ar.Fr.831; cf. ξιρίς. II pl., a kind of shoe, Phot.

German (Pape)

[Seite 282] ίδος, ἡ, eine gewürzige Pflanze, wie die Schwertlilie, wahrscheinlich von der Aehnlichkeit ihrer Blätter mit einem Scheermesser, ξυρόν benannt, Diosc.; auch ξερίς u. ξηρίς.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἴριδος (ὡς τὸ ξιφίς), καλούμενον οὕτως ἐκ τῶν φύλλων αὐτοῦ παρεμφερῶν πρὸς ξυράφιον, πιθ. Iris foetidissima, Διοσκ. 4. 22, Πλίν. 21. 83· - φέρεται ξίρις παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 242· ξειρὶς παρ’ Ἡσυχ.· ξείρης Φώτ. ΙΙ. πληθ., εἶδος ὑποδήματος (πρβλ. ἀναξυρίδες), Φώτ.

Greek Monolingual

ξυρίς, -ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α)
1. είδος του φυτού ίρις, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι
2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες
α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες
καμπάγια, ξυγάβδια ἤ ἄλλο ὑπόδημα διάφορον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + καχάλ. -ίς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. ξιρίς, ξειρίς δείχνουν πως η σύνδεση της λ. με το ξυρόν «ξυράφι» πιθ. να είναι παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «ξυρίδες» παραμένει άγνωστη].

Wikipedia EN

Iris foetidissima PaR.JPG
Iris foetidissima PaR

Iris foetidissima, the stinking iris, gladdon, Gladwin iris, roast-beef plant, or stinking gladwin, is a species of flowering plant in the family Iridaceae, found in open woodland, hedgebanks and on sea-cliffs.

Its natural range is Western Europe, including England (south of Durham) and also Ireland, and from France south and east to N. Africa, Italy and Greece.

It is one of two iris species native to Britain, the other being the yellow iris (Iris pseudacorus).

It has tufts of dark green leaves. Its flowers are usually of a dull, leaden-blue colour, or dull buff-yellow tinged with blue. The petals have delicate veining. It blooms between June and July, but the flowers only last a day or so. The green seed capsules, which remain attached to the plant throughout the winter, are 5–8 cm (2–3 in) long; and the seeds are scarlet.

It is known as "stinking" because some people find the smell of its leaves unpleasant when crushed or bruised, an odour that has been described as "beefy". Its common names of 'gladdon' and 'gladwyn' or 'gladwin', are in reference to an old word for a sword, (latin 'gladius') due to the shape of the irises leaves.

This plant is cultivated in gardens in the temperate zones. Both the species and its cultivar 'Variegata' have gained the Royal Horticultural Society's Award of Garden Merit.