εὐτυχία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eftychia
|Transliteration C=eftychia
|Beta Code=eu)tuxi/a
|Beta Code=eu)tuxi/a
|Definition=Ion. [[εὐτυχίη]], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[good luck]], [[success]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.81</span>, <span class="bibl">Hdt.1.32</span>, <span class="bibl">Th.7.77</span>, etc.; τὴν [[ἀτυχία]]ν εἰς εὐ. αἰτοῦμαι μεταστῆναι <span class="bibl">Antipho 2.4.4</span>; defined, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1361b39</span>; [[ἐπ' εὐτυχίᾳ]], [[ἐπ' εὐτυχίαισιν]] = [[fortunately]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1490</span> (anap.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>573</span> (lyr.); πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>72a</span>; <b class="b3">κατά τινα θείαν εὐτυχίαν</b> <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>798b</span>; [[ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία]] = [[success in war]], [[fortune in war]] <span class="bibl">Th.1.120</span>: pl., [[εὐτυχίαι]] = [[pieces of good luck]], [[successes]], <span class="bibl">Id.2.44</span>.</span>
|Definition=Ion. [[εὐτυχίη]], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[good luck]], [[success]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.81</span>, <span class="bibl">Hdt.1.32</span>, <span class="bibl">Th.7.77</span>, etc.; τὴν [[ἀτυχία]]ν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι = may my [[misfortune]] turn to [[good]] [[fortune]] <span class="bibl">Antipho 2.4.4</span>; defined, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1361b39</span>; [[ἐπ' εὐτυχίᾳ]], [[ἐπ' εὐτυχίαισιν]] = [[fortunately]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1490</span> (anap.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>573</span> (lyr.); πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>72a</span>; <b class="b3">κατά τινα θείαν εὐτυχίαν</b> <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>798b</span>; [[ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία]] = [[success in war]], [[fortune in war]] <span class="bibl">Th.1.120</span>: pl., [[εὐτυχίαι]] = [[pieces of good luck]], [[successes]], <span class="bibl">Id.2.44</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:03, 14 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτῠχῐ́ᾱ Medium diacritics: εὐτυχία Low diacritics: ευτυχία Capitals: ΕΥΤΥΧΙΑ
Transliteration A: eutychía Transliteration B: eutychia Transliteration C: eftychia Beta Code: eu)tuxi/a

English (LSJ)

Ion. εὐτυχίη, ἡ, A good luck, success, Pi.O.6.81, Hdt.1.32, Th.7.77, etc.; τὴν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι = may my misfortune turn to good fortune Antipho 2.4.4; defined, Arist.Rh.1361b39; ἐπ' εὐτυχίᾳ, ἐπ' εὐτυχίαισιν = fortunately, E.IT1490 (anap.), Ar.Ec.573 (lyr.); πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Pl.Men.72a; κατά τινα θείαν εὐτυχίαν Id.Lg.798b; ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία = success in war, fortune in war Th.1.120: pl., εὐτυχίαι = pieces of good luck, successes, Id.2.44.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτῠχία: (πρβλ. εὐτύχεια), ἡ, ὡς καί νῦν, καλὴ τύχη, ἐπιτυχία, εὐημερία, Πινδ. Ο. 6. 139, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., κλ.· τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι Ἀντιφῶν 119, 34· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ εὐδαιμονία ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 5, 17· ἐπ’ εὐτυχία Εὐρ. Ι. Τ. 1490, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 573· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Πλάτ. Μένων 72A· κατά τινα θείαν εὐτ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798B· ἡ κατὰ πόλεμον εὐτ. Θουκ. 1. 120· - ἐν τῷ πληθ., εὐτυχήματα, ἐπιτυχίαι, ὁ αὐτ. 2. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
succès, bonheur ; αἱ εὐτυχίαι succès, prospérités.
Étymologie: εὐτυχής.

English (Slater)

εὐτῠχία
   1 success κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.

German (Pape)

ἡ, das glückliche Treffen des Ziels, Erlangen des Wunsches, Glück, ὧν ἡ τύχη ἀγαθῶν αἰτία, ταῦτα γίγνεσθαι καὶ ὑπάρχειν Arist. rhet. 1.5, der sie von der εὐδαιμονία unterscheidet, Eth. 7.14 ; εὐτυχίαν κραίνειν Pind. Ol. 6.81 ; οὐδ' εὐτυχίας μέτεστί μοι Eur. Suppl. 956, öfter ; Her. 1.32 ; εὐτυχίᾳ κεχρῆσθαι, Glück haben, Plat. Men. 72a ; κατά τινα θείαν εὐτυχίαν Legg. VII.798b ; nicht selten im plur., wie Her. 3.40 ; ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία, Kriegsglück, Thuc. 1.120, öfter ; ἐπ' εὐτυχίᾳ Eur. I.T. 1490, ἐπ' εὐτυχίαισιν Ar. Eccl. 573, zum Glück, wie Plat. Phaedr. 245b.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) ευτυχώ
το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία του σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ.
β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι», Αντιφ.)
νεοελλ.
καλή μοίρα, καλό ριζικό
μσν.
πληθ. αἱ εὐτυχίαι
οι ηδονές
αρχ.
1. φρ. α) «εὐτυχίᾳ χρῶμαι» — είμαι τυχερός
β) «ἐξ εὐτυχίας» — ως επακόλουθο κάποιας ευτυχούς καταστάσεως
γ) «ἡ ἐν τῷ πολέμῳ εὐτυχία» — η πολεμική επιτυχία
2. πληθ. αἱ εὐτυχίαι
τα ευτυχήματα, τα ευτυχή γεγονότα, οι επιτυχίες.

Greek Monotonic

εὐτῠχία: ἡ, καλή τύχη, επιτυχία, ευημερία, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι, σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτῠχία: ион. εὐτῠχίη ἡ тж. pl. счастье, преуспеяние, успех (ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Thuc.; πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Plat.; οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες Arst.): ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ Eur., Plat. и ἐπ᾽ εὐτυχίαισιν Arph. счастливо или на счастье, к счастью.

Middle Liddell

εὐτῠχία, ἡ, [from εὐτῠχής]
good luck, success, prosperity, Hdt., Trag., etc.; εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Plat.:—in pl. successes, Thuc.

English (Woodhouse)

happiness, prosperity, good fortune, good luck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)