τελείωμα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teleioma | |Transliteration C=teleioma | ||
|Beta Code=telei/wma | |Beta Code=telei/wma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[completion]], τῆς οἰκίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>246a17</span>; τῆς ψυχῆς Aq.<span class="title">Jb.</span> 12.2, <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span> p.500</span> B. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Thess. τελείουμα, [[dedication on the occasion of]] | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[completion]], τῆς οἰκίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>246a17</span>; τῆς ψυχῆς Aq.<span class="title">Jb.</span> 12.2, <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span> p.500</span> B. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Thess. [[τελείουμα]], [[dedication]] on the occasion of [[τελείωσις]] ΙΙ, <span class="title">IG</span>9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:42, 16 July 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A completion, τῆς οἰκίας Arist.Ph.246a17; τῆς ψυχῆς Aq.Jb. 12.2, Eun.VS p.500 B. 2 Thess. τελείουμα, dedication on the occasion of τελείωσις ΙΙ, IG9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1085] τό, = τελείωσις, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
τελείωμα: ὡς καὶ νῦν, συμπλήρωσις, τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· τελειότης, τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α τελειῶ, -ώνω
συμπλήρωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το τελείωμα του φουστανιού»)
2. εξάντληση («το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του»)
3. στον πληθ. τα τελειώματα
οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες
μσν.-αρχ.
τελειοποίηση, τελειότητα («τελείωμα τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)
αρχ.
αφιέρωση με την ευκαιρία της τελείωσης, της ενηλικίωσης.
Russian (Dvoretsky)
τελείωμα: ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.).