διαστατός: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν | |dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ός, -ή, -όν Basil.<i>Eunom</i>.533A]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[divisible]] σύνθετοι καὶ διαστατοὶ ὄγκοι Iambl.<i>Comm.Math</i>.14, ὁ τοιοῦτος ἀριθμὸς ἐπίπεδος κεκλήσεται· [[διχῇ]] γὰρ ἤδη δ. Iambl.<i>in Nic</i>.58, ὁ χρόνος Olymp.<i>in Alc</i>.81, cf. Phlp.<i>in Ph</i>.705.5.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sumido en la discordia]], [[presa de disensiones]] βοῶν ποιείτω τὴν πόλιν διάστατον (<i>sic</i>) Men.<i>Fr</i>.448, ἡ τῶν διαστατῶν μάχη el conflicto de las partes en discordia</i> Plot.3.2.16.<br /><b class="num">3</b> [[dotado de dimensiones]], [[extendido]] en el espacio τὴν ψυχὴν ἰδέαν εἶναι τοῦ πάντῃ διαστατοῦ que el alma es la forma de lo que está extendido en todas direcciones</i> Posidon.141a, cf. Speus.54a, Iambl.<i>Comm.Math</i>.9, σῶμά ἐστι τὸ τριχῇ δ., πλάτει βάθει μήκει Plu.2.882f, cf. Apollod.<i>Stoic</i>.3.259, Porph.<i>in Tim</i>.38, <i>in Cat</i>.103.23, Aristid.Quint.109.25, Procl.<i>Inst</i>.176, Olymp.<i>in Alc</i>.165, κύβοι τριχῆ διαστατοί <i>Theol.Ar</i>.47, τριχῇ διαστατοί μετὰ ἀντιτυπίας Alex.Aphr.<i>in Top</i>.380.18, πράγματα Dam.<i>in Prm</i>.375, ὁ τόπος Simp.<i>in Ph</i>.630.1, μὴ ὑπάρχειν [[αὐτοῦ]] (θεοῦ) τριχῆ διαστατὴν τὴν οὐσίαν Basil.l.c., τὸ δ' ἐπὶ δύο δ. ἐπιφάνεια el espacio con dos dimensiones es la superficie</i> Ph.2.184.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[separadamente]], [[en fragmentos]] δ. καὶ μεριστῶς Iambl.<i>Myst</i>.3.11, δ. τε καὶ κατακεχωρισμένως Cyr.Al.M.75.81D.<br /><b class="num">2</b> [[en forma dimensional]] op. ἀμερῶς: ὁ μὲν κόσμος τῷ νοητῷ δ. πάρεστι Porph.<i>Sent</i>.33, cf. Syrian.<i>in Metaph</i>.85.14, op. νοερῶς Procl.<i>in Cra</i>.55. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαστατός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει διαστάσεις ([[μήκος]], [[πλάτος]], ύψος)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[διαστατός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει διαστάσεις ([[μήκος]], [[πλάτος]], ύψος)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 20 July 2021
English (LSJ)
όν, also ή, όν Lyd.Mens.4.76:—A torn by faction, πόλις Men.515. II having extension or dimension, σῶμα δ. τριχῇ Apollodor.Stoic.3.259, cf. Ph.1.8, etc.; opp. ἀμερής, Procl.Inst.176; τὸ πάντῃ δ. Plu.2.1023b; δ. πράγματα Dam.Pr.375. Adv. διαστατῶς dimensionally or in extension, Porph.Sent.33, Syrian, in Metaph.85.14; opp. νοερῶς, Procl. in Cra.p.55 P.
Greek (Liddell-Scott)
διαστατός: ή, όν ἔχων ἔκτασιν, διαστάσεις, Πλούτ. 2. 1023Β, Νικόμ. 116. 2· ὁ δυνάμενος διαστῆναι, διαιρέσιμος, Διογ. Λ. 7. 135.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Basil.Eunom.533A]
I 1divisible σύνθετοι καὶ διαστατοὶ ὄγκοι Iambl.Comm.Math.14, ὁ τοιοῦτος ἀριθμὸς ἐπίπεδος κεκλήσεται· διχῇ γὰρ ἤδη δ. Iambl.in Nic.58, ὁ χρόνος Olymp.in Alc.81, cf. Phlp.in Ph.705.5.
2 fig. sumido en la discordia, presa de disensiones βοῶν ποιείτω τὴν πόλιν διάστατον (sic) Men.Fr.448, ἡ τῶν διαστατῶν μάχη el conflicto de las partes en discordia Plot.3.2.16.
3 dotado de dimensiones, extendido en el espacio τὴν ψυχὴν ἰδέαν εἶναι τοῦ πάντῃ διαστατοῦ que el alma es la forma de lo que está extendido en todas direcciones Posidon.141a, cf. Speus.54a, Iambl.Comm.Math.9, σῶμά ἐστι τὸ τριχῇ δ., πλάτει βάθει μήκει Plu.2.882f, cf. Apollod.Stoic.3.259, Porph.in Tim.38, in Cat.103.23, Aristid.Quint.109.25, Procl.Inst.176, Olymp.in Alc.165, κύβοι τριχῆ διαστατοί Theol.Ar.47, τριχῇ διαστατοί μετὰ ἀντιτυπίας Alex.Aphr.in Top.380.18, πράγματα Dam.in Prm.375, ὁ τόπος Simp.in Ph.630.1, μὴ ὑπάρχειν αὐτοῦ (θεοῦ) τριχῆ διαστατὴν τὴν οὐσίαν Basil.l.c., τὸ δ' ἐπὶ δύο δ. ἐπιφάνεια el espacio con dos dimensiones es la superficie Ph.2.184.
II adv. -ῶς
1 separadamente, en fragmentos δ. καὶ μεριστῶς Iambl.Myst.3.11, δ. τε καὶ κατακεχωρισμένως Cyr.Al.M.75.81D.
2 en forma dimensional op. ἀμερῶς: ὁ μὲν κόσμος τῷ νοητῷ δ. πάρεστι Porph.Sent.33, cf. Syrian.in Metaph.85.14, op. νοερῶς Procl.in Cra.55.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαστατός, -ή, -όν)
αυτός που έχει διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος)
αρχ.
αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί.