δικαστήρ: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ | |dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [panf. plu. dat. δικαστε̄́ρεσσι <i>IPamph</i>.3.11 (IV a.C.)]<br />[[juez]], <i>IG</i> 9<sup>2</sup>(1).718.33 (Lócride V a.C.), <i>FD</i> 1.486.1A.7 (III a.C.), <i>IPamph</i>.l.c., anón. ret. en <i>POxy</i>.410.11, Babr.118.3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:50, 20 July 2021
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A = δικαστής, Foed.Delph. Pell.1A7, IG9(1).334.33 (Locr., v B. C.), Rhet.Oxy.410.11, Babr. 118.3.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστήρ: ῆρος, ὁ, =δικαστής, Βάβρ. 118.3· - ἐν τῷ πληθ., δικαστῆρες Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Journ. of hellen. stud. vol. Ι, σ.255.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. δικαστής.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Morfología: [panf. plu. dat. δικαστε̄́ρεσσι IPamph.3.11 (IV a.C.)]
juez, IG 92(1).718.33 (Lócride V a.C.), FD 1.486.1A.7 (III a.C.), IPamph.l.c., anón. ret. en POxy.410.11, Babr.118.3.
Greek Monolingual
δικαστήρ, ο (Α)
δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικάζω. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. δικαστήρ αντικαταστάθηκε από το δικαστής.
Greek Monotonic
δῐκαστήρ: -ῆρος, ὁ, = δικαστής, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαστήρ: ῆρος ὁ Babr. = δικαστής.