ἀλλοτριοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[devorador de la hacienda ajena]], [[que vive del prójimo]], [[parásito]] κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοι S.<i>Fr</i>.329, πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι para no ser llamados parásitos</i> Sud.s.u. βρουμάλια.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[devorador de la hacienda ajena]], [[que vive del prójimo]], [[parásito]] κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοι S.<i>Fr</i>.329, πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι para no ser llamados parásitos</i> Sud.s.u. βρουμάλια.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:14, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριοφάγος Medium diacritics: ἀλλοτριοφάγος Low diacritics: αλλοτριοφάγος Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: allotriophágos Transliteration B: allotriophagos Transliteration C: allotriofagos Beta Code: a)llotriofa/gos

English (LSJ)

ον, A eating another's bread, S.Fr.329, Eust.1404.13.

German (Pape)

[Seite 106] fremdes Brod essend, Soph. frg. 309 bei Ath. IV, 164 a.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador de la hacienda ajena, que vive del prójimo, parásito κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοι S.Fr.329, πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι para no ser llamados parásitos Sud.s.u. βρουμάλια.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς
νεοελλ.
1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν του ανήκουν
2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + φάγος < ἔφαγον < ἐσθίω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλλοτριοφαγῶ μσν.-νεοελλ. αλλοτριοφαγία].

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοφάγος: чужеядный, питающийся на чужой счет Soph.