ἀμφιτάπης: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ητος, ὁ | |dgtxt=-ητος, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[tapiz que lleva dibujos por las dos caras]], [[reversible]] Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.<i>Diff</i>.461, Poll.10.53, <i>CIG</i> 3071 (Teos), Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιτάπης]] (-ητος), ο και ἀμφίταπις (-ιδος), η και [[ἀμφίταπος]] (-ου), ο (Α)<br />[[κουβέρτα]] ή [[χαλί]] με [[πέλος]] και στις δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάπης]]. Ως β' συνθετικό η λ. [[τάπης]] εμφανίζεται και ως -<i>ταπις</i>, -<i>ιδος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ψιλόταπις]]) και ως -<i>ταπος</i>, -<i>ου</i>]. | |mltxt=[[ἀμφιτάπης]] (-ητος), ο και ἀμφίταπις (-ιδος), η και [[ἀμφίταπος]] (-ου), ο (Α)<br />[[κουβέρτα]] ή [[χαλί]] με [[πέλος]] και στις δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάπης]]. Ως β' συνθετικό η λ. [[τάπης]] εμφανίζεται και ως -<i>ταπις</i>, -<i>ιδος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ψιλόταπις]]) και ως -<i>ταπος</i>, -<i>ου</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 20 July 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ητος, ὁ, A rug or carpet with pile on both sides, Alex. 93, Diph.51; but also ἀμφιτάπητες ψιλαί CIG3071 (Teos):—also ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Ael.Dion.Fr.304, Lyconap.D.L.5.72; and ἀμφίταπος, ὁ, PEdgar29.4 (iii B. C.), LXX Pr.7.16, Callix.2.
German (Pape)
[Seite 144] ητος, ὁ, Alexis B. A. 83 u. Diphil. Poll. 10, 38, u. ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, eine auf beiden Seiten wollige Decke, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτάπης: [ᾰ], ητος, ὁ, ὕφασμα ἢ τάπης ἀμφοτέρωθεν χνοώδης, ἀμφίμαλλος, Ἄλεξις ἐν «Ἰάσιδι» 1, Δίφιλ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ἀμφιτάπητες ψιλαὶ Ἐπιγρ. Τηία ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3071: - οὕτως, ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐσταθ. 746. 39· καί ἀμφίταπος, ὁ, Ἑβδ. (Παρ. Ζ΄, 13), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β, - ἐν οἷς χωρίοις γίνεται λόγος περὶ πολυτελῶν Αἰγυπτίων ταπήτων.
Spanish (DGE)
-ητος, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
tapiz que lleva dibujos por las dos caras, reversible Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.Diff.461, Poll.10.53, CIG 3071 (Teos), Hsch.
Greek Monolingual
ἀμφιτάπης (-ητος), ο και ἀμφίταπις (-ιδος), η και ἀμφίταπος (-ου), ο (Α)
κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τάπης. Ως β' συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως -ταπις, -ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως -ταπος, -ου].