ἀπέρωπος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_16)
 
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπέρωπος''': -ον, [[ἀπερίσκεπτος]], [[σκληρός]], ἐν Α. Β. 8, ἑρμηνεύεται «[[ἀναιδής]], [[σκληρός]] [[οἷον]] [[ἀπερίοπτος]] καὶ [[ἀπερίβλεπτος]]», ἐν Ἡσύχ. δὲ καὶ Ἐτυμ. Μ. «[[στυγνός]]», κτλ. καὶ ἡ [[ἑρμηνεία]], «[[στυγνός]]», ἣν δίδει καὶ ὁ Σχολ. τοῦ Αἰσχύλ. Χο. 600, δεικνύει ὅτι ἀνέγνω, ἐπέρωπος, οὐχὶ δὲ [[ἀπέρωτος]].
|lstext='''ἀπέρωπος''': -ον, [[ἀπερίσκεπτος]], [[σκληρός]], ἐν Α. Β. 8, ἑρμηνεύεται «[[ἀναιδής]], [[σκληρός]] [[οἷον]] [[ἀπερίοπτος]] καὶ [[ἀπερίβλεπτος]]», ἐν Ἡσύχ. δὲ καὶ Ἐτυμ. Μ. «[[στυγνός]]», κτλ. καὶ ἡ [[ἑρμηνεία]], «[[στυγνός]]», ἣν δίδει καὶ ὁ Σχολ. τοῦ Αἰσχύλ. Χο. 600, δεικνύει ὅτι ἀνέγνω, ἐπέρωπος, οὐχὶ δὲ [[ἀπέρωτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀπερωπός <i>EM</i> 120.41G.<br /><b class="num">1</b> [[desconsiderado]] l. de Phryn.<i>PS</i> p.10, <i>EM</i> 120.41G., Hsch. a A.<i>Ch</i>.600 (pero [[ἀπέρωτος]] q.u. Page).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως· θαυμαστῶς, ἁδοκήτως Hsch.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 20 July 2021

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρωπος: -ον, ἀπερίσκεπτος, σκληρός, ἐν Α. Β. 8, ἑρμηνεύεται «ἀναιδής, σκληρός οἷον ἀπερίοπτος καὶ ἀπερίβλεπτος», ἐν Ἡσύχ. δὲ καὶ Ἐτυμ. Μ. «στυγνός», κτλ. καὶ ἡ ἑρμηνεία, «στυγνός», ἣν δίδει καὶ ὁ Σχολ. τοῦ Αἰσχύλ. Χο. 600, δεικνύει ὅτι ἀνέγνω, ἐπέρωπος, οὐχὶ δὲ ἀπέρωτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀπερωπός EM 120.41G.
1 desconsiderado l. de Phryn.PS p.10, EM 120.41G., Hsch. a A.Ch.600 (pero ἀπέρωτος q.u. Page).
2 adv. -ως· θαυμαστῶς, ἁδοκήτως Hsch.