ἀμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[irresistible]] τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.<i>Ph</i>.198, κέρδος Simon.36.9, [[ἄνεμος]] <i>POxy</i>.1482.6 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no lucha]], [[que no entra en batalla]] de pers., X.<i>Cyr</i>.6.4.14.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[que sucede sin resistencia o lucha]] ὄλεθρος Lys.<i>Fr</i>.2.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[irresistible]] τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.<i>Ph</i>.198, κέρδος Simon.36.9, [[ἄνεμος]] <i>POxy</i>.1482.6 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no lucha]], [[que no entra en batalla]] de pers., X.<i>Cyr</i>.6.4.14.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[que sucede sin resistencia o lucha]] ὄλεθρος Lys.<i>Fr</i>.2.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰχητος Medium diacritics: ἀμάχητος Low diacritics: αμάχητος Capitals: ΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: amáchētos Transliteration B: amachētos Transliteration C: amachitos Beta Code: a)ma/xhtos

English (LSJ)

ον, A not to be fought with, unconquerable, S.Ph.198 (lyr.). II not having fought, not having been in battle, X.Cyr.6.4.14; ἀ. ὄλεθρος destruction without fighting, Lys.Fr.71.

German (Pape)

[Seite 117] 1) unbezwinglich, θεῶν βέλη Soph Phil. 198. – 2) der noch nicht in die Schlacht gekommen ist, Xen. Cyr. 6, 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάχητος: -ον, ἀπροσμάχητος, ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. ὄλεθρος, καταστροφὴ ἄνευ μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. ἄμαχος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 contre qui l’on ne peut pas lutter;
2 qui n’a pas encore combattu.
Étymologie: ἀ, μάχομαι.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
I irresistible τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198, κέρδος Simon.36.9, ἄνεμος POxy.1482.6 (II d.C.).
II 1que no lucha, que no entra en batalla de pers., X.Cyr.6.4.14.
2 de cosas que sucede sin resistencia o lucha ὄλεθρος Lys.Fr.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)
νεοελλ.
αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)
αρχ.
1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος
2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη
3. ο δίχως μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.
ΠΑΡ. αμαχητί].

Greek Monotonic

ἀμάχητος: -ον (μάχομαι),
I.αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει κάποιος, ακαταμάχητος, ακυρίευτος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμάχητος: (μᾰ)
1) неодолимый, непобедимый (θεῶν βέλη Soph.);
2) не принимавший (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.).

Middle Liddell

μάχομαι
I. not to be fought with, unconquerable, Soph.
II. not having fought, not having been in battle, Xen.