ἀκρονύκτιος: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que sale al anochecer]]del planeta Marte, Man.5.177.
|dgtxt=-ον [[que sale al anochecer]] del planeta Marte, Man.5.177.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM [[ἀκρονύκτιος]], -ιον, Α και [[ἀκρόνυκτος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει [[κατά]] την [[αρχή]] της νύχτας, στο [[σούρουπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>το ακρόνυχτο</i><br />τα ξημερώματα, την [[αυγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>].
|mltxt=-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM [[ἀκρονύκτιος]], -ιον, Α και [[ἀκρόνυκτος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει [[κατά]] την [[αρχή]] της νύχτας, στο [[σούρουπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>το ακρόνυχτο</i><br />τα ξημερώματα, την [[αυγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>].
}}
}}

Revision as of 10:59, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρονύκτιος Medium diacritics: ἀκρονύκτιος Low diacritics: ακρονύκτιος Capitals: ΑΚΡΟΝΥΚΤΙΟΣ
Transliteration A: akronýktios Transliteration B: akronyktios Transliteration C: akronyktios Beta Code: a)kronu/ktios

English (LSJ)

ον, = ἀκρόνυκτος (rising at sunset), Ἄρης Man. 5.177.

German (Pape)

[Seite 84] im Spätaufgange, von Sternen, Maneth. 5, 177.

Spanish (DGE)

-ον que sale al anochecer del planeta Marte, Man.5.177.

Greek Monolingual

-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM ἀκρονύκτιος, -ιον, Α και ἀκρόνυκτος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή της νύχτας, στο σούρουπο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο
τα ξημερώματα, την αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νύκτιος < νύξ].