ἔμπλεως: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ων | |dgtxt=-ων<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἔμπλεος, -ον Hdt.1.59; ép. [[ἔμπλειος]], -η, -ον <i>Od</i>.18.118; ἐνίπλειος <i>Od</i>.14.113, Leon.2456P.; tard. ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.<i>L</i>.192<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.<i>Al</i>.164]<br />[[lleno]] gener. c. gen.:<br /><b class="num">a)</b> en el interior [[lleno]], [[repleto]] φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην <i>Od</i>.22.3, [[γαστήρ]] ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος tripa rellena de grasa y sangre</i> como manjar <i>Od</i>.18.118, cf. Theoc.25.207, σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειον <i>Od</i>.14.113, λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοι Hdt.l.c., λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62, cf. Hp.<i>Epid</i>.6.4.8, ἔμπλεον ὄλπιν un pomo lleno hasta arriba</i> Call.<i>Fr</i>.534, ἁλὸς ἔμπλεα κύμβην Nic.<i>Al</i>.164, cf. 162, ὄξεος ἔμπλεον [[ἄγγος]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.29;<br /><b class="num">b)</b> externamente [[lleno]], [[cubierto]] κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέων perro lleno de garrapatas</i>, <i>Od</i>.17.300;<br /><b class="num">c)</b> c. límites borrosos o abstr. [[δῶμα]] ... ἐνίπλειον βιότοιο casa llena de riquezas</i>, <i>Od</i>.19.580, cf. <i>h.Merc</i>.248, ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον cómete la hogaza llena de grasa</i>, <i>Carm.Pop</i>.1, (οἶκος) ἔ. ... φόνοιο Mosch.4.16<br /><b class="num">•</b>[[lleno]], [[compuesto totalmente o en gran parte por]] πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος Parm.B 8.24, γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ) Pl.<i>Tht</i>.194e, cf. 156e, <i>Phd</i>.110c;<br /><b class="num">d)</b> fig. ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε] βίης (estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad</i>, <i>IHadrianopolis</i> 48.8 (imper.), de pers. ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ Pl.<i>R</i>.411c, τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεων Plb.27.15.6, οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοι Plu.2.113a, cf. I.<i>AI</i> 15.44, αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσεις Longin.26.3, τὸ σ[ιδ] ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεων Fauorin.<i>de Ex</i>.24.17, ἐ. πλάνης Leon.l.c., ἁσυχίας <i>AP</i> 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.7.49, de anim. (κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοι Arat.1006. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔμπλεως:''' атт. = [[ἔμπλεος]]. | |elrutext='''ἔμπλεως:''' атт. = [[ἔμπλεος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 July 2021
English (LSJ)
Attic for ἔμπλεος.
German (Pape)
[Seite 814] ων, att. = ἔμπλεος.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
att. c. ἔμπλεος.
Spanish (DGE)
-ων
• Alolema(s): ἔμπλεος, -ον Hdt.1.59; ép. ἔμπλειος, -η, -ον Od.18.118; ἐνίπλειος Od.14.113, Leon.2456P.; tard. ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192
• Morfología: [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.Al.164]
lleno gener. c. gen.:
a) en el interior lleno, repleto φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Od.22.3, γαστήρ ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος tripa rellena de grasa y sangre como manjar Od.18.118, cf. Theoc.25.207, σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειον Od.14.113, λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοι Hdt.l.c., λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62, cf. Hp.Epid.6.4.8, ἔμπλεον ὄλπιν un pomo lleno hasta arriba Call.Fr.534, ἁλὸς ἔμπλεα κύμβην Nic.Al.164, cf. 162, ὄξεος ἔμπλεον ἄγγος Nonn.Par.Eu.Io.19.29;
b) externamente lleno, cubierto κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέων perro lleno de garrapatas, Od.17.300;
c) c. límites borrosos o abstr. δῶμα ... ἐνίπλειον βιότοιο casa llena de riquezas, Od.19.580, cf. h.Merc.248, ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον cómete la hogaza llena de grasa, Carm.Pop.1, (οἶκος) ἔ. ... φόνοιο Mosch.4.16
•lleno, compuesto totalmente o en gran parte por πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος Parm.B 8.24, γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ) Pl.Tht.194e, cf. 156e, Phd.110c;
d) fig. ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε] βίης (estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad, IHadrianopolis 48.8 (imper.), de pers. ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ Pl.R.411c, τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεων Plb.27.15.6, οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοι Plu.2.113a, cf. I.AI 15.44, αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσεις Longin.26.3, τὸ σ[ιδ] ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεων Fauorin.de Ex.24.17, ἐ. πλάνης Leon.l.c., ἁσυχίας AP 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.Par.Eu.Io.7.49, de anim. (κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοι Arat.1006.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπλεως: атт. = ἔμπλεος.