υποάμουσος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
(43)
 
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[κάπως]] [[άμουσος]], αποξενωμένος από τις Μούσες, από την [[μουσική]] ή από την [[αισθητική]] [[καλλιέργεια]] («αὐθαδέστερόν τε δεῑ αὐτὸν... [[εἶναι]] καὶ ὑποαμουσώτερον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμουσος]].
|mltxt=-ον, Α<br />[[κάπως]] [[άμουσος]], αποξενωμένος από τις Μούσες, από την [[μουσική]] ή από την [[αισθητική]] [[καλλιέργεια]] («αὐθαδέστερόν τε δεῖ αὐτὸν... [[εἶναι]] καὶ ὑποαμουσώτερον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμουσος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 2 August 2021

Greek Monolingual

-ον, Α
κάπως άμουσος, αποξενωμένος από τις Μούσες, από την μουσική ή από την αισθητική καλλιέργεια («αὐθαδέστερόν τε δεῖ αὐτὸν... εἶναι καὶ ὑποαμουσώτερον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄμουσος.