αυτώρης: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτώρης]], -ες (Α)<br />αυτός που ενεργεί από δική του [[παρόρμηση]], αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όρνυμαι</i> «[[ορμώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεώρης]])].
|mltxt=[[αὐτώρης]], -ες (Α)<br />αυτός που ενεργεί από δική του [[παρόρμηση]], αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όρνυμαι</i> «[[ορμώ]]» ([[πρβλ]]. [[νεώρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

αὐτώρης, -ες (Α)
αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)].