βάρις: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(7) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[κανονιοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο [[ατμόπλοιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αβαθές φαρδύ [[ποταμόπλοιο]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]] στην Αίγυπτο, για τη [[μεταφορά]] γεωργικών προϊόντων ή λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αιγυπτιακής προέλευσης<br / | |mltxt=(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[κανονιοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο [[ατμόπλοιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αβαθές φαρδύ [[ποταμόπλοιο]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]] στην Αίγυπτο, για τη [[μεταφορά]] γεωργικών προϊόντων ή λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αιγυπτιακής προέλευσης<br />[[πρβλ]]. κοπτικό bari «[[βάρκα]]». Το λατ. <i>b</i><i>ā</i><i>ris</i> (> <i>b</i><i>ā</i><i>rica</i> > <i>b</i><i>ā</i><i>rca</i>) [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)
νεοελλ.
μικρή κανονιοφόρος του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο ατμόπλοιο
αρχ.
αβαθές φαρδύ ποταμόπλοιο, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως στην Αίγυπτο, για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων ή λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτιακής προέλευσης
πρβλ. κοπτικό bari «βάρκα». Το λατ. bāris (> bārica > bārca) είναι δάνειο από την Ελληνική].