γραμμάριο: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[γραμμάριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους, το ένα [[χιλιοστό]] του κιλού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους ίση με [[τρεις]] οβολούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[γράμμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>gram</i><br />γαλλ. <i>gramme</i>)].
|mltxt=το (Α [[γραμμάριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους, το ένα [[χιλιοστό]] του κιλού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους ίση με [[τρεις]] οβολούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[γράμμα]] ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>gram</i><br />γαλλ. <i>gramme</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α γραμμάριον)
νεοελλ.
μονάδα βάρους, το ένα χιλιοστό του κιλού
αρχ.
μονάδα βάρους ίση με τρεις οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γράμμα (πρβλ. αγγλ. gram
γαλλ. gramme)].