γενναιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που παρέχει άφθονα δώρα, [[ανοιχτοχέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γενναίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δώρο]](<i>ν</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> [[άδωρος]], [[πολύδωρος]])].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που παρέχει άφθονα δώρα, [[ανοιχτοχέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γενναίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δώρο]](<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. [[άδωρος]], [[πολύδωρος]])].
}}
}}

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που παρέχει άφθονα δώρα, ανοιχτοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -δωρος < δώρο(ν) (πρβλ. άδωρος, πολύδωρος)].