ερυσίπελας: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐρυσίπελας]]) [[λοιμώδης]] [[νόσος]] που χαρακτηρίζεται από [[οξεία]] στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. [[ανεμοπύρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερυσι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (II) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πελ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλμα]]). Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>βροντησι</i>-<i>κέραυνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίβη]])).
|mltxt=το (AM [[ἐρυσίπελας]]) [[λοιμώδης]] [[νόσος]] που χαρακτηρίζεται από [[οξεία]] στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. [[ανεμοπύρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερυσι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (II) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πελ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλμα]]). Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>βροντησι</i>-<i>κέραυνος</i> ([[πρβλ]]. [[ερυσίβη]])).
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM ἐρυσίπελας) λοιμώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από οξεία στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. ανεμοπύρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (II) + θ. πελ- (βλ. λ. πέλμα). Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος, βροντησι-κέραυνος (πρβλ. ερυσίβη)).