ετερόπλοκος: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτερόπλοκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἑτερόπλοκοι]] πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), | |mltxt=[[ἑτερόπλοκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἑτερόπλοκοι]] πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>πλοκος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἑτερόπλοκος, -ον (Α)
φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ-πλοκος].