ευπαγής: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπαγής]], -ές (ΑΜ)<br />(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]], [[γερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[σώμα]] ή τα [[μέλη]]) καλοφτιαγμένος, [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[γερός]], καλοδεμένος<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[στερεά]] δομημένο, ρωμαλέο<br /><b>4.</b> αυτός που βάφτηκε καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαγέως</i> (Α)<br />[[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i> του ρ. [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>παγής</i>, <i>ημι</i>-<i>παγής</i>, <i>προσωπο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=[[εὐπαγής]], -ές (ΑΜ)<br />(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]], [[γερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[σώμα]] ή τα [[μέλη]]) καλοφτιαγμένος, [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[γερός]], καλοδεμένος<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[στερεά]] δομημένο, ρωμαλέο<br /><b>4.</b> αυτός που βάφτηκε καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαγέως</i> (Α)<br />[[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i> του ρ. [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>παγής</i>, <i>ημι</i>-<i>παγής</i>, <i>προσωπο</i>-<i>παγής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐπαγής, -ές (ΑΜ)
(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός
αρχ.
1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος
2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα
3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο
4. αυτός που βάφτηκε καλά.
επίρρ...
εὐπαγέως (Α)
στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παγής (< επάγην του ρ. πήγνυμι), πρβλ. α-παγής, ημι-παγής, προσωπο-παγής].