ευθύωρος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθύωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ευθεία]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>εὐθύωρον</i><br />α) [[ευθύς]], [[αμέσως]] («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)<br />β) σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]] («[[ἄγει]] δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῦμα θεῑον», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όρος</i> «όριο». Το -<i>ω</i>- λόγω συνθέσεως ( | |mltxt=[[εὐθύωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ευθεία]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>εὐθύωρον</i><br />α) [[ευθύς]], [[αμέσως]] («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)<br />β) σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]] («[[ἄγει]] δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῦμα θεῑον», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όρος</i> «όριο». Το -<i>ω</i>- λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. <i>δί</i>-<i>ωρος</i>, <i>τέτρ</i>-<i>ωρος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὐθύωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση
2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον
α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)
β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῦμα θεῑον», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + όρος «όριο». Το -ω- λόγω συνθέσεως (πρβλ. δί-ωρος, τέτρ-ωρος)].