εχιόδηκτος: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχιόδηκτος]] και [[ἐχιδνόδηκτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει δαγκωθεί από [[έχιδνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), | |mltxt=[[ἐχιόδηκτος]] και [[ἐχιδνόδηκτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει δαγκωθεί από [[έχιδνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>οφιό</i>-<i>δηκτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό-δηκτος, οφιό-δηκτος].