εὔπειστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπειστος]], -ον και για πρόσωπα [[εὔπιστος]], -ον)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, [[ευκολόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο [[πιθανός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμετάπειστος]], <i>δύσ</i>-<i>πειστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπειστος]], -ον και για πρόσωπα [[εὔπιστος]], -ον)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, [[ευκολόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο [[πιθανός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), [[πρβλ]]. [[αμετάπειστος]], <i>δύσ</i>-<i>πειστος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:13, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπειστος Medium diacritics: εὔπειστος Low diacritics: εύπειστος Capitals: ΕΥΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúpeistos Transliteration B: eupeistos Transliteration C: eypeistos Beta Code: eu)/peistos

English (LSJ)

ον, (πείθομαι) of persons, A easily persuaded, Arist.EN 1151b10. 2 easy to demonstrate, Id.LI969b22; easy to convince people of, S.Aj.151 (anap., v. l. εὔπιστ-).

German (Pape)

[Seite 1087] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπειστος: -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. εὔπιστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sujet de quoi il est facile de persuader.
Étymologie: εὖ, πείθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].

Greek Monotonic

εὔπειστος: -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, ευκολόπιστος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπειστος: Arst. = εὐπειθής 4.

Middle Liddell

εὔπειστος, ον [πείθομαι]
easily persuaded, Arist.