ζητρός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζητρός]], ὁ (Α)<br />ο [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα <i>ζητήρ</i> ([[επίθετο]] του [[Διός]] στην Κύπρο), [[ζήτωρ]], [[ζητρός]] που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. <i>ζᾱ</i>, <i>ζη</i>- ( | |mltxt=[[ζητρός]], ὁ (Α)<br />ο [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα <i>ζητήρ</i> ([[επίθετο]] του [[Διός]] στην Κύπρο), [[ζήτωρ]], [[ζητρός]] που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. <i>ζᾱ</i>, <i>ζη</i>- ([[πρβλ]]. [[δίζημαι]] «[[επιζητώ]], [[προσπαθώ]], [[επιδιώκω]]»). Το ουσ. [[ζητρός]] σχηματίζεται [[περαιτέρω]] με το επίθ. -<i>τρος</i> ([[πρβλ]]. <i>δαι</i>-<i>τρός</i>, <i>ια</i>-<i>τρός</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A executioner, Hsch.
Greek Monolingual
ζητρός, ὁ (Α)
ο δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο του Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη- (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το επίθ. -τρος (πρβλ. δαι-τρός, ια-τρός)].