ζωοδόχος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(16) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ζωοδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται [[μέσα]] του ή έχει δεχθεί τη ζωή, [[δηλαδή]] τον Χριστό<br /><b>2.</b> ως επίθ. της Θεοτόκου, [[επειδή]] δέχθηκε [[μέσα]] της την [[πηγή]] της ζωής, τον Ιησού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» <br />α) η Θεοτόκος<br />β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή<br />[[ονομασία]] περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, [[κοντά]] στην Κωνσταντινούπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ζω(ο)-(Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=ο (AM [[ζωοδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται [[μέσα]] του ή έχει δεχθεί τη ζωή, [[δηλαδή]] τον Χριστό<br /><b>2.</b> ως επίθ. της Θεοτόκου, [[επειδή]] δέχθηκε [[μέσα]] της την [[πηγή]] της ζωής, τον Ιησού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» <br />α) η Θεοτόκος<br />β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή<br />[[ονομασία]] περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, [[κοντά]] στην Κωνσταντινούπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ζω(ο)-(Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>καπνο</i>-<i>δόχος</i>, <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1144] das Leben aufnehmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοδόχος: -ον, δεχόμενος ἢ δεχθεὶς τὴν ζωήν, ζ. καὶ θεοδέγμων τάφος, ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM ζωοδόχος, -ον)
1. (κυρίως για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται μέσα του ή έχει δεχθεί τη ζωή, δηλαδή τον Χριστό
2. ως επίθ. της Θεοτόκου, επειδή δέχθηκε μέσα της την πηγή της ζωής, τον Ιησού
νεοελλ.
φρ. «Ζωοδόχος Πηγή»
α) η Θεοτόκος
β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή
ονομασία περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, ξενο-δόχος].