ημίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή αποτελεί μισή [[φωνή]], που εκφωνείται [[κατά]] το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο [[χαμηλόφωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίφωνο</i><br />α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ<br />β) <b>(φωνολ.)</b> [[φώνημα]] που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, [[δηλαδή]] που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, [[άλλοτε]] ως [[φωνήεν]] και [[άλλοτε]] ως [[σύμφωνο]] (π.χ. [[παιδί]]: παιδιού)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ημίφωνος]] [[φθόγγος]]» — το ημίφωνο<br /><b>αρχ.</b><br />μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί [[ολόκληρος]] («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιφώνως</i><br />με ημίφωνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή αποτελεί μισή [[φωνή]], που εκφωνείται [[κατά]] το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο [[χαμηλόφωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίφωνο</i><br />α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ<br />β) <b>(φωνολ.)</b> [[φώνημα]] που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, [[δηλαδή]] που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, [[άλλοτε]] ως [[φωνήεν]] και [[άλλοτε]] ως [[σύμφωνο]] (π.χ. [[παιδί]]: παιδιού)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ημίφωνος]] [[φθόγγος]]» — το ημίφωνο<br /><b>αρχ.</b><br />μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί [[ολόκληρος]] («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιφώνως</i><br />με ημίφωνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος
2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο
α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ
β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, δηλαδή που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, άλλοτε ως φωνήεν και άλλοτε ως σύμφωνο (π.χ. παιδί: παιδιού)
3. φρ. «ημίφωνος φθόγγος» — το ημίφωνο
αρχ.
μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί ολόκληρος («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.).
επίρρ...
ημιφώνως
με ημίφωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, κακό-φωνος].