ηπιοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπιοδίνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται ήπια, [[ήσυχα]] («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δινώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>δίνητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>δίνητος</i>].
|mltxt=[[ἠπιοδίνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται ήπια, [[ήσυχα]] («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δινώ]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>δίνητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>δίνητος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἠπιοδίνητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται ήπια, ήσυχα («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δίνητος (< δινώ), πρβλ. ευ-δίνητος, πολυ-δίνητος].