ιδείν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰδεῖν, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέμμα]], [[ματιά]]<br /><b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. <i>ορώ</i> με σημ. την αφηρημένη [[έννοια]] (<b>[[πρβλ]].</b> το [[είναι]] «ύπαρξη»)].
|mltxt=ἰδεῖν, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέμμα]], [[ματιά]]<br /><b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. <i>ορώ</i> με σημ. την αφηρημένη [[έννοια]] ([[πρβλ]]. το [[είναι]] «ύπαρξη»)].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰδεῖν, τὸ (Μ)
1. βλέμμα, ματιά
2. όψη, εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. ορώ με σημ. την αφηρημένη έννοια (πρβλ. το είναι «ύπαρξη»)].