ιθυβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει [[κατευθείαν]], που ρίχνει [[ίσια]] και πετυχαίνει τον σκοπό του<br /><b>2.</b> νοήμονος, [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακοντο</i>-[[βόλος]], <i>πυρο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=[[ἰθυβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει [[κατευθείαν]], που ρίχνει [[ίσια]] και πετυχαίνει τον σκοπό του<br /><b>2.</b> νοήμονος, [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>ακοντο</i>-[[βόλος]], <i>πυρο</i>-[[βόλος]].
}}
}}

Revision as of 09:56, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο-βόλος, πυρο-βόλος.