ισχνολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχνολόγος]], ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[λεπτολόγος]] και [[ακριβής]] στη [[διατύπωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), | |mltxt=[[ἰσχνολόγος]], ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[λεπτολόγος]] και [[ακριβής]] στη [[διατύπωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>αισχρο</i>-[[λόγος]], <i>ψευδο</i>-[[λόγος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰσχνολόγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρο-λόγος, ψευδο-λόγος.