ισχυροποιός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχυτικός]], [[δυναμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ενοχο</i>-[[ποιός]], <i>ξηρο</i>-[[ποιός]].
|mltxt=[[ἰσχυροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχυτικός]], [[δυναμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ενοχο</i>-[[ποιός]], <i>ξηρο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχυροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχο-ποιός, ξηρο-ποιός.