κένταρχος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κένταρχος]], ὁ (Μ)<br />(Μ)<br />(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε [[εκατό]] άντρες, [[εκατόνταρχος]], [[κεντυρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο σύνθ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>centum</i> «[[εκατό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρχός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δέκ</i>-<i>αρχος</i>, <i>εκατόντ</i>-<i>αρχος</i>].
|mltxt=[[κένταρχος]], ὁ (Μ)<br />(Μ)<br />(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε [[εκατό]] άντρες, [[εκατόνταρχος]], [[κεντυρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο σύνθ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>centum</i> «[[εκατό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρχός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. <i>δέκ</i>-<i>αρχος</i>, <i>εκατόντ</i>-<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

κένταρχος, ὁ (Μ)
(Μ)
(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες, εκατόνταρχος, κεντυρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < λατ. centum «εκατό» + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δέκ-αρχος, εκατόντ-αρχος].