καθαροποιός: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθαροποιός]], -όν (Μ)<br />αυτός που καθαρίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]].
|mltxt=[[καθαροποιός]], -όν (Μ)<br />αυτός που καθαρίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>αγαθο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

καθαροποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθαρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, κακο-ποιός.