καλότυχος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλότυχος]], -η, -ον)<br />αυτός που έχει καλή [[τύχη]], που έχει ευνοηθεί από τη [[μοίρα]], [[ευτυχισμένος]], [[μακάριος]], [[καλόμοιρος]] («καλότυχά [[είναι]] τα βουνά», δημ. τραγ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλότυχα</i> (Μ καλότυχα)<br />ευτυχισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>τυχος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλότυχος]], -η, -ον)<br />αυτός που έχει καλή [[τύχη]], που έχει ευνοηθεί από τη [[μοίρα]], [[ευτυχισμένος]], [[μακάριος]], [[καλόμοιρος]] («καλότυχά [[είναι]] τα βουνά», δημ. τραγ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλότυχα</i> (Μ καλότυχα)<br />ευτυχισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>τυχος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλότυχος, -η, -ον)
αυτός που έχει καλή τύχη, που έχει ευνοηθεί από τη μοίρα, ευτυχισμένος, μακάριος, καλόμοιρος («καλότυχά είναι τα βουνά», δημ. τραγ.).
επίρρ...
καλότυχα (Μ καλότυχα)
ευτυχισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τυχος (< τύχη), πρβλ. κακό-τυχος].