καλόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόσαρκος]], -ο[ν])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει καλή [[σάρκα]], με την [[έννοια]] ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ωραία [[σάρκα]], [[εύσαρκος]], [[καλοκάμωτος]], καλοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόσαρκος]], -ο[ν])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει καλή [[σάρκα]], με την [[έννοια]] ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ωραία [[σάρκα]], [[εύσαρκος]], [[καλοκάμωτος]], καλοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), [[πρβλ]]. <i>μαλακό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόσαρκος, -ο[ν])
νεοελλ.
αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του
μσν.
αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. μαλακό-σαρκος, παχύ-σαρκος].