καρκινογόνος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να προκαλέσει κακοήθη [[εκφύλιση]] τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να προκαλέσει κακοήθη [[εκφύλιση]] τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>carcinogenic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>carcino</i>- ([[πρβλ]]. [[καρκίνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i>-<i>ic</i> ([[πρβλ]]. <i>γεν</i>-<i>ικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), που στην ελλ. αποδίδεται με το -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>γον</i>- της ρίζας -<i>γεν</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -gen-ic (πρβλ. γεν-ικός < γένος), που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας -γεν-].